λιβανόχρους

λιβανόχρους
λιβανόχρους
frankincense-coloured
masc/fem nom pl
λιβανόχρους
frankincense-coloured
masc/fem nom/voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • λιβανόχρους — λιβανόχρους, ουν και οος, οον (Α) αυτός που έχει το χρώμα τού λιβανιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίβανος + χρους (< χρώς, χρωτός «χρώμα»), πρβλ. κυανό χρους, μελανό χρους] …   Dictionary of Greek

  • λίβανος — Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β, Α και ΝΑ με τη Συρία, στα Ν με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο θάλασσα.Περιλαμβανόμενη μεταξύ της οροσειράς του Aντιλιβάνου και της Mπαχρ ελ Mουτεουάσιτ, η Δημοκρατία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”